Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερήμωμα — το [ερημώνω] βλ. ερήμωση … Dictionary of Greek
ερήμωμα — το, ατος βλ. ερήμωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)